- θωύσσω
- θωΰσσω (Α)1. κράζω μεγαλοφώνως, φωνάζω («παίσας κάρα θώϋξεν», Σοφ.)2. (με αιτ. προσ.) καλώ κάποιον, επικαλούμαι («φθέγμα δι' εξαίφνης τινός θώϋξεν αυτόν», Σοφ.)3. (για σκύλους) υλακτώ, γαβγίζω4. (για κουνούπια) βομβώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη η σύνδεση του με το θως. Προέρχεται ίσως από ονοματοποιία].
Dictionary of Greek. 2013.